ἀρχιμανδρίτης — chief of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιμανδρίτης — ο αρχικά ο προϊστάμενος (ηγούμενος) πνευματικής μάνδρας (μοναστηριού) και κατόπι τίτλος που δίνεται σε άγαμο ή χήρο ιερέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχιμανδριτῶν — ἀρχιμανδρίτης chief of a masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιμανδρίταις — ἀρχιμανδρίτης chief of a masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιμανδρίτην — ἀρχιμανδρίτης chief of a masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιμανδρίτου — ἀρχιμανδρίτης chief of a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιμανδρίτῃ — ἀρχιμανδρίτης chief of a masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИГУМЕН — [греч. ὁ ἡγούμενος управитель, руководитель], начальник мон ря; в РПЦ титул, присваиваемый как иерархическая награда иеромонахам (соответствует протоиерею белого духовенства). В НЗ слово ἡγούμενος обозначает вообще начальствующего («Но кто из вас … Православная энциклопедия
Василий (Гондикакис) — Архимандрит Василий Ивиритис Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Ἰβηρίτης Имя при рождении: Μιχαὴλ Γοντικάκης Род деятельности: богослов Дата рождения: 0 февраля 1936(1936 02 00) (76 лет) … Википедия
Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… … Dictionary of Greek